- πλεονέχτης
- οβλ. πλεονέκτης.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πλεονέκτης — ο, ΝΜΑ, και πλεονέχτης, θηλ. πλεονέχτρα Ν, θηλ. πλεονέκτις, ΜΑ αυτός που επιδιώκει να έχει περισσότερα από όσα κάποιος άλλος ή οι άλλοι γενικώς και συνήθως να αποκτήσει κάτι που δεν το δικαιούται («πᾱς πόρνος ἤ ἀκάθαρτος ἤ πλεονέκτης... οὐκ ἔχει… … Dictionary of Greek
άπληστος — η, ο επίρρ. α αχόρταγος, πλεονέχτης: Ήταν υπερβολικά άπληστος· όλα τα ήθελε δικά του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αποστρέφω — εψα, άφηκα, αμμένος 1. γυρίζω προς το αντίθετο μέρος: Μόλις με είδε, απόστρεψε το πρόσωπό του. 2. το μέσ., αποστρέφομαι αντιπαθώ, σιχαίνομαι: Οι περισσότεροι χωριανοί του τον αποστρέφονταν, γιατί ήταν εγωιστής και πλεονέχτης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αχόρταστος — αχόρταστος, η, ο και αχόρταγος, η, ο και ανεχόρταγος, η, ο επίρρ. α 1. ακόρεστος, φαγάς: Αχόρταγος καθώς ήταν, έφαγε το περισσότερο απ τ αρνί. 2. πλεονέχτης, άπληστος: Ζητούσε, ο αχόρταστος, να του πάρει το χτήμα για ένα κομμάτι ψωμί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πλεονέκτης — πλεονέκτης, ο και πλεονέχτης, ο θηλ. έκτρια αυτός που επιδιώκει να έχει περισσότερα σε βάρος άλλων, ο αχόρταγος, αλλιώς ταμαχιάρης ή ταμαχκιάρης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φιλοκερδής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, αυτός που αγαπάει υπερβολικά το κέρδος, κερδοσκόπος, συμφεροντολόγος, άπληστος, πλεονέχτης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)